- νυσσομένων
- νύσσωtouch with a sharp pointpres part mp fem gen plνύσσωtouch with a sharp pointpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάσκω — (Α) 1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.) 2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.) 4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ… … Dictionary of Greek